αμέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτρητος]], -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο [[άμετρος]], ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], πολυπληθύς, [[πολυάριθμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μετρηθεί με [[ακρίβεια]], δεν έχει καταμετρηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μετρητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτρητος]], -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο [[άμετρος]], ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], πολυπληθύς, [[πολυάριθμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μετρηθεί με [[ακρίβεια]], δεν έχει καταμετρηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μετρητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:22, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμέτρητος, -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]
1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος
2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μετρητός < μετρῶ].