αμάθητος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμάθητος]], -ον)<br />αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[αμαθής]], [[αδαής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν εξασκήθηκε σε [[κάτι]], [[ασυνήθιστος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> [[απονήρευτος]], [[αγνός]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έγινε [[γνωστός]], δεν διαδόθηκε, [[ακοινολόγητος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμάθητος]], -ον)<br />αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[αμαθής]], [[αδαής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν εξασκήθηκε σε [[κάτι]], [[ασυνήθιστος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> [[απονήρευτος]], [[αγνός]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έγινε [[γνωστός]], δεν διαδόθηκε, [[ακοινολόγητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαθητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔμαθον</i>, [[μανθάνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμάθητος, -ον)
αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε κανείς
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος
3. απονήρευτος, αγνός
4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν διαδόθηκε, ακοινολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + μαθητός < ἔμαθον, μανθάνω.