μαθητός

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητός Medium diacritics: μαθητός Low diacritics: μαθητός Capitals: ΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: mathētós Transliteration B: mathētos Transliteration C: mathitos Beta Code: maqhto/s

English (LSJ)

μαθητή, μαθητόν, learnt, that may be learnt, ἀνθρώποις by men, X.Cyr.1.6.23; ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή] Pl.Men. 70a, cf. Arist.EN1099b9; μ. τε καὶ διδακτά Pl.Prt. 319c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut apprendre.
Étymologie: adj. verb. de μανθάνω.

German (Pape)

adj. verb. zu μανθάνω, erlernt, lernbar, ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι, Plat. Prot. 319c, öfter.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητός: доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις οὔτε μαθητὰ οὔτε προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητός: -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ ἀρετὴ] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.

Greek Monolingual

μαθητός, -ή, -όν (Α) μανθάνω
αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος.

Greek Monotonic

μᾰθητός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

μᾰθητός, ή, όν
learnt, that may be learnt, Xen., Plat.

English (Woodhouse)

that may be taught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)