αμαλγάμωση: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή αμαλγαμάτωση, η <b>Χημ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα [[άλλο]] ή άλλα μέταλλα<br /><b>2.</b> [[επικάλυψη]] αντικειμένων με [[αμάλγαμα]]<br /><b>3.</b> η [[διαδικασία]] για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, [[κατά]] την οποία σχηματίζεται [[κράμα]] του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. <i>αμαλγαματ</i>-) <i>αμαλγαμάτωση</i>, <i>η</i>].
|mltxt=ή αμαλγαμάτωση, η <b>Χημ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα [[άλλο]] ή άλλα μέταλλα<br /><b>2.</b> [[επικάλυψη]] αντικειμένων με [[αμάλγαμα]]<br /><b>3.</b> η [[διαδικασία]] για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, [[κατά]] την οποία σχηματίζεται [[κράμα]] του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. <i>αμαλγαματ</i>-) <i>αμαλγαμάτωση</i>, <i>η</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ή αμαλγαμάτωση, η Χημ.
1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα
2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα
3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται κράμα του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. αμαλγαματ-) αμαλγαμάτωση, η].