αμπάριζα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]] που παίζεται από [[πολλά]] [[παιδιά]] σε ομαλό και ανοιχτό χώρο (συγκροτούν δύο ομάδες, καθεμιά με δικό της αρχηγό και δικό της [[ορμητήριο]], και τρέχοντας προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τους αντίθετους παίκτες<br />λέγεται και σκλαβάκια)<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου παίζεται αυτό το [[παιχνίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αλβαν. <i>ambareze</i> <span style="color: red;"><</span> ελλην. [[αμπάρα]]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]] που παίζεται από [[πολλά]] [[παιδιά]] σε ομαλό και ανοιχτό χώρο (συγκροτούν δύο ομάδες, καθεμιά με δικό της αρχηγό και δικό της [[ορμητήριο]], και τρέχοντας προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τους αντίθετους παίκτες<br />λέγεται και σκλαβάκια)<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου παίζεται αυτό το [[παιχνίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αλβαν. <i>ambareze</i> <span style="color: red;"><</span> ελλην. [[αμπάρα]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
1. παιχνίδι που παίζεται από πολλά παιδιά σε ομαλό και ανοιχτό χώρο (συγκροτούν δύο ομάδες, καθεμιά με δικό της αρχηγό και δικό της ορμητήριο, και τρέχοντας προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τους αντίθετους παίκτες
λέγεται και σκλαβάκια)
2. ο τόπος όπου παίζεται αυτό το παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < αλβαν. ambareze < ελλην. αμπάρα].