αμαξιτός: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -[[ωτός]], -ή, -ό (Α [[ἁμαξιτός]], -ον)<br /><b>1.</b> (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο [[είναι]] δυνατό να διαβεί, να περάσει [[άμαξα]] (και γεν. στα νεοελλ. [[κάθε]] είδους όχημα)<br /><b>2.</b> (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) <i>ο</i> (<i>η</i>) [[ἁμαξιτός]] (ενν. [[δρόμος]] ή [[οδός]])<br />[[δημόσια]] [[οδός]], [[λεωφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἁμαξιτόν</i><br />η ταχύτερη ή ασφαλέστερη [[μέθοδος]] για την [[πραγματοποίηση]] κάποιου σκοπού, ο [[τρόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και -[[ωτός]], -ή, -ό (Α [[ἁμαξιτός]], -ον)<br /><b>1.</b> (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο [[είναι]] δυνατό να διαβεί, να περάσει [[άμαξα]] (και γεν. στα νεοελλ. [[κάθε]] είδους όχημα)<br /><b>2.</b> (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) <i>ο</i> (<i>η</i>) [[ἁμαξιτός]] (ενν. [[δρόμος]] ή [[οδός]])<br />[[δημόσια]] [[οδός]], [[λεωφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἁμαξιτόν</i><br />η ταχύτερη ή ασφαλέστερη [[μέθοδος]] για την [[πραγματοποίηση]] κάποιου σκοπού, ο [[τρόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>ιτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶμι]], ρημ. επίθ. Ο δε τ. <i>ἁμαξωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμαξιτός]], [[κατά]] τα [[πολλά]] επίθ. σε -[[ωτός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
και -ωτός, -ή, -ό (Α ἁμαξιτός, -ον)
1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα)
2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή οδός)
δημόσια οδός, λεωφόρος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἁμαξιτόν
η ταχύτερη ή ασφαλέστερη μέθοδος για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, ο τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + ιτὸς < εἶμι, ρημ. επίθ. Ο δε τ. ἁμαξωτὸς < ἁμαξιτός, κατά τα πολλά επίθ. σε -ωτός].