αμνημόνευτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνημόνευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε [[λόγος]], ο μη αναφερόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον θυμηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε [[μνημόσυνο]] ή του οποίου δεν αναφέρθηκε το όνομα [[κατά]] την [[ακολουθία]]<br /><b>2.</b> (και με ειρωνική [[σημασία]]) αυτός που δεν βλασφημήθηκε<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προ αμνημονεύτων χρόνων», [[πριν]] από πολύ μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός, για τον οποίο δεν σκέφθηκε, δεν φρόντισε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που λησμονεί, [[αμνήμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μνημόνευτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μνημονεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμνημονεύτως</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνημόνευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε [[λόγος]], ο μη αναφερόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον θυμηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε [[μνημόσυνο]] ή του οποίου δεν αναφέρθηκε το όνομα [[κατά]] την [[ακολουθία]]<br /><b>2.</b> (και με ειρωνική [[σημασία]]) αυτός που δεν βλασφημήθηκε<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προ αμνημονεύτων χρόνων», [[πριν]] από πολύ μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός, για τον οποίο δεν σκέφθηκε, δεν φρόντισε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που λησμονεί, [[αμνήμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μνημόνευτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μνημονεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμνημονεύτως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμνημόνευτος, -ον)
1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον θυμηθεί
νεοελλ.
1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή του οποίου δεν αναφέρθηκε το όνομα κατά την ακολουθία
2. (και με ειρωνική σημασία) αυτός που δεν βλασφημήθηκε
3. φρ. «προ αμνημονεύτων χρόνων», πριν από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. αυτός, για τον οποίο δεν σκέφθηκε, δεν φρόντισε κανείς
2. αυτός που λησμονεί, αμνήμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μνημόνευτος < μνημονεύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμνημονεύτως].