αμαξοστάσιο: Difference between revisions
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />[[χώρος]] όπου σταθμεύουν, φυλάσσονται και επισκευάζονται μεγάλα οχήματα, όπως φορτηγά, λεωφορεία, [[τρόλεϋ]] και σιδηροδρομικά οχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br />[[χώρος]] όπου σταθμεύουν, φυλάσσονται και επισκευάζονται μεγάλα οχήματα, όπως φορτηγά, λεωφορεία, [[τρόλεϋ]] και σιδηροδρομικά οχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[ελληνικός]] όρος πλάστηκε <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i>, <i>απαντά</i> δε για πρώτη [[φορά]] στο περιοδικό [[σύγγραμμα]] [[Όμηρος]] το</i> 1875. ΣΥΝΘ <b>νεοελλ.</b> [[αμαξοστασιάρχης]]·]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
χώρος όπου σταθμεύουν, φυλάσσονται και επισκευάζονται μεγάλα οχήματα, όπως φορτηγά, λεωφορεία, τρόλεϋ και σιδηροδρομικά οχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμαξα + -στάσιο, απαντά δε για πρώτη φορά στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος το 1875. ΣΥΝΘ νεοελλ. αμαξοστασιάρχης·].