αμπελογνωσία: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />η [[γνώση]] τών σχετικών με την άμπελο ως [[προς]] την [[καλλιέργεια]], τις ασθένειες, κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωσία</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνώσις]] ή [[γνωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]. Η [[λέξη]] πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Θ. Ορφανίδη, βοτανολόγο].
|mltxt=η<br />η [[γνώση]] τών σχετικών με την άμπελο ως [[προς]] την [[καλλιέργεια]], τις ασθένειες, κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωσία</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνώσις]] ή [[γνωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]. Η [[λέξη]] πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Θ. Ορφανίδη, βοτανολόγο].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
η γνώση τών σχετικών με την άμπελο ως προς την καλλιέργεια, τις ασθένειες, κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + -γνωσία < γνώσις ή γνωτός < γιγνώσκω. Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Θ. Ορφανίδη, βοτανολόγο].