αμφίλογος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίλογος]], -ον)<br /><b>1.</b> αμφισβητούμενος, [[αμφίβολος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], ο [[εριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀμφίλογα</i><br />τα υπό [[αμφισβήτηση]], έριδες, φιλονικίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιλέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμφιλογία]] <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀμφιλογοῦμαι</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίλογος]], -ον)<br /><b>1.</b> αμφισβητούμενος, [[αμφίβολος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], ο [[εριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀμφίλογα</i><br />τα υπό [[αμφισβήτηση]], έριδες, φιλονικίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιλέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμφιλογία]] <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀμφιλογοῦμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίλογος, -ον)
1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα
τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφιλέγω.
ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ.-μσν. ἀμφιλογοῦμαι].