ὑπερθεματισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1196.png Seite 1196]] ὁ, das Ueberbieten, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1196.png Seite 1196]] ὁ, das Überbieten, Sp.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπερθεματισμός]], ΝΜ [[ὑπερθεματίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υπερθεματίζω]], η [[προσφορά]] υψηλότερης [[τιμής]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[έγγραφο]] αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την [[αγοραπωλησία]] σαν να μην έγινε στην [[περίπτωση]] που θα παρουσιαστεί [[κάποιος]] [[τρίτος]] με καλύτερους όρους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] είδους [[υπερβολή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πέρασμα]] [[πέρα]] από τα όρια της επαρχίας.
|mltxt=ο / [[ὑπερθεματισμός]], ΝΜ [[ὑπερθεματίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υπερθεματίζω]], η [[προσφορά]] υψηλότερης [[τιμής]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[έγγραφο]] αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την [[αγοραπωλησία]] σαν να μην έγινε στην [[περίπτωση]] που θα παρουσιαστεί [[κάποιος]] [[τρίτος]] με καλύτερους όρους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] είδους [[υπερβολή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πέρασμα]] [[πέρα]] από τα όρια της επαρχίας.
}}
}}

Revision as of 23:55, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθεμᾰτισμός Medium diacritics: ὑπερθεματισμός Low diacritics: υπερθεματισμός Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hyperthematismós Transliteration B: hyperthematismos Transliteration C: yperthematismos Beta Code: u(perqematismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A overbidding, Gloss., Charis. p.553K.

German (Pape)

[Seite 1196] ὁ, das Überbieten, Sp.

Greek Monolingual

ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ ὑπερθεματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία
νεοελλ.
1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία σαν να μην έγινε στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί κάποιος τρίτος με καλύτερους όρους
2. μτφ. κάθε είδους υπερβολή
μσν.
πέρασμα πέρα από τα όρια της επαρχίας.