ὑπερθεματισμός
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ὁ, overbidding, Glossaria, Charis. p.553K.
German (Pape)
[Seite 1196] ὁ, das Überbieten, Sp.
Greek Monolingual
ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ ὑπερθεματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία
νεοελλ.
1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία σαν να μην έγινε στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί κάποιος τρίτος με καλύτερους όρους
2. μτφ. κάθε είδους υπερβολή
μσν.
πέρασμα πέρα από τα όρια της επαρχίας.