διατάκτης: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diataktis | |Transliteration C=diataktis | ||
|Beta Code=diata/kths | |Beta Code=diata/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[assigner of posts]], Herm. ap. Stob.1.49.69.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A assigner of posts, Herm. ap. Stob.1.49.69.
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, der Anordner, Hermes bei Stob. Ecl. 1 p. 1084.
Greek (Liddell-Scott)
διατάκτης: -ου, ὁ, ἀρχηγός, ἡγεμών, Ἑρμ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 el que asigna un puesto o lugar c. gen. δ. τῶν ἐνσωματουμένων ψυχῶν el distribuidor de puestos de las almas que se encarnan, Corp.Herm.Fr.26.3
•el que dispone o fija el orden τῶν τοιούτων Gr.Nyss.Hom.in Cant.122.9.
2 el que ordena, el que dirige, guía c. gen. del sol y la luna διατάκται ... τῶν ἄλλων (ἀστέρων) Ptol.Tetr.2.9.2, de Dios, Chrys.M.59.570, glos. a κοσμήτωρ Sch.Il.1.16 en POsl.12.3.16.
Greek Monolingual
ο (AM διατάκτης)
αυτός που διατάζει, εντολοδότης
νεοελλ.
δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο
αρχ.
αυτός που επιβάλλει τις διαταγές του, αρχηγός, ηγεμόνας.