εὐθηνιαρχικός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efthiniarchikos
|Transliteration C=efthiniarchikos
|Beta Code=eu)qhniarxiko/s
|Beta Code=eu)qhniarxiko/s
|Definition=ή, όν<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, στέφανος <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1252v</span>.<span class="bibl">17</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=ή, όν<span class="sense"><span class="bld">A</span>, στέφανος <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1252v</span>.<span class="bibl">17</span> (iii A.D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθηνιαρχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην [[ευθηνιαρχία]] («εὐθηνιαρχικὸς [[στέφανος]]»).
|mltxt=[[εὐθηνιαρχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην [[ευθηνιαρχία]] («εὐθηνιαρχικὸς [[στέφανος]]»).
}}
}}

Revision as of 01:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηνιαρχικός Medium diacritics: εὐθηνιαρχικός Low diacritics: ευθηνιαρχικός Capitals: ΕΥΘΗΝΙΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: euthēniarchikós Transliteration B: euthēniarchikos Transliteration C: efthiniarchikos Beta Code: eu)qhniarxiko/s

English (LSJ)

ή, όνA, στέφανος POxy.1252v.17 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐθηνιαρχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος»).