θερμάστρα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thermastra | |Transliteration C=thermastra | ||
|Beta Code=qerma/stra | |Beta Code=qerma/stra | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[oven]], [[furnace]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>144</span> (<b class="b3">-αυστραι</b> codd.), <span class="bibl">Euph. 51.8</span> (pl.), Hsch. (nom. pl. proparox. cod. Hsch., codd. Call. vary in accent):—Adv. θερμαστρῆθεν, [[from the furnace]], Hsch. (<b class="b3">-στῆθεν</b> cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A oven, furnace, Call.Del.144 (-αυστραι codd.), Euph. 51.8 (pl.), Hsch. (nom. pl. proparox. cod. Hsch., codd. Call. vary in accent):—Adv. θερμαστρῆθεν, from the furnace, Hsch. (-στῆθεν cod.).
Greek (Liddell-Scott)
θερμάστρα: ἢ -αύστρα, ἡ, κλίβανος, κάμινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 144, Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. θερμαστρῆθεν, ἐκ τῆς καμίνου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ θερμάστρα
Α και θερμαύστρα)
νεοελλ.
1. συσκευή άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε αντιδιαστολή προς τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, σόμπα
2. φρ. «ηλεκτρική θερμάστρα» — θερμαντικό σώμα στο οποίο η θερμότητα παράγεται από ηλεκτρικές αντιστάσεις
αρχ.
κλίβανος, κάμινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμάζω ή < θερμαίνω.