κρυψόρχης: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krypsorchis | |Transliteration C=krypsorchis | ||
|Beta Code=kruyo/rxhs | |Beta Code=kruyo/rxhs | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with undescended testicles]], <span class="bibl">Sor.1.109</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κρύψορχις]], ο (Α [[κρυψόρχης]])<br />[[άτομο]] του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, [[αλλά]] παραμένουν [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] ή στον βουβωνικό πόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυψ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>κρυψ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κρύπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>όρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>όρχης</i>, <i>τρι</i>-<i>όρχης</i>]. | |mltxt=και [[κρύψορχις]], ο (Α [[κρυψόρχης]])<br />[[άτομο]] του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, [[αλλά]] παραμένουν [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] ή στον βουβωνικό πόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυψ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>κρυψ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κρύπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>όρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>όρχης</i>, <i>τρι</i>-<i>όρχης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A with undescended testicles, Sor.1.109.
Greek Monolingual
και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης)
άτομο του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. ἔ-κρυψ-α αόρ. του κρύπτω) + -όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α-όρχης, τρι-όρχης].