μεγαλέμπορος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalemporos | |Transliteration C=megalemporos | ||
|Beta Code=megale/mporos | |Beta Code=megale/mporos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wholesale merchant]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>823</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A wholesale merchant, Sch.Ar.Av.823.
German (Pape)
[Seite 105] ὁ, der Großhändler, Schol. Ar. Av. 823.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλέμπορος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, μέγας ἔμπορος, ὁ μεγάλα ἐμπορευόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., Ὄρν. 823. - Ἐπίρρ. μεγαλεμπόρως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν μεγαλεμπόρων, Θ. Στουδ. σ. 1581, ἔκδοσ. Mi.
Greek Monolingual
και μεγαλέμπορας, ο (ΑM μεγαλέμπορος)
αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια.
επίρρ...
μεγαλεμπόρως (Μ)
κατά τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων.