μολυβδοχόος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyvdochoos | |Transliteration C=molyvdochoos | ||
|Beta Code=molubdoxo/os | |Beta Code=molubdoxo/os | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lead-smelter]], Gloss. (μολιβδ-).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μολυβδοχόος]] και [[μολιβδοχόος]])<br />αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή [[κατάσταση]] σε καλούπια για [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> «[[χύνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[χόος]], <i>χρυσο</i>-[[χόος]]. | |mltxt=ο (Α [[μολυβδοχόος]] και [[μολιβδοχόος]])<br />αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή [[κατάσταση]] σε καλούπια για [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> «[[χύνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[χόος]], <i>χρυσο</i>-[[χόος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A lead-smelter, Gloss. (μολιβδ-).
Greek Monolingual
ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος)
αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο-χόος, χρυσο-χόος.