μονάγκων: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monagkon | |Transliteration C=monagkon | ||
|Beta Code=mona/gkwn | |Beta Code=mona/gkwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one-armed]] engine to throw projectiles, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span> 91.36</span> (pl.), <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>188.6</span>(pl.), al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:37, 30 December 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A one-armed engine to throw projectiles, Ph.Bel. 91.36 (pl.), Apollod.Poliorc.188.6(pl.), al.
German (Pape)
[Seite 201] ωνος, ὁ, mit einem Ellenbogen, eine Maschine, die mit einem anprellenden Arme, ἀγκών, Steine schleuderte, onager, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
μονάγκων: -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ μετὰ ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91.
Greek Monolingual
μονάγκων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόν(ο)- + ἀγκών, -ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»)].