μύσις: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mysis
|Transliteration C=mysis
|Beta Code=mu/sis
|Beta Code=mu/sis
|Definition=[<b class="b3">ῠ], εως</b>, Ion. ιος, ἡ, (μύω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[closing]], ὑστέρης <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.1</span>, cf. Dsc.1.32 (pl.); <b class="b3">στομίων, στομάχου, πόρων</b>, Gal.6.218,7.249,10.602.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῠ], εως</b>, Ion. ιος, ἡ, (μύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[closing]], ὑστέρης <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.1</span>, cf. Dsc.1.32 (pl.); <b class="b3">στομίων, στομάχου, πόρων</b>, Gal.6.218,7.249,10.602.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσις Medium diacritics: μύσις Low diacritics: μύσις Capitals: ΜΥΣΙΣ
Transliteration A: mýsis Transliteration B: mysis Transliteration C: mysis Beta Code: mu/sis

English (LSJ)

[ῠ], εως, Ion. ιος, ἡ, (μύω) A closing, ὑστέρης Aret.SD2.1, cf. Dsc.1.32 (pl.); στομίων, στομάχου, πόρων, Gal.6.218,7.249,10.602.

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, das Zusammendrücken, Schließen des Mundes, der Augen u. anderer Dinge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μύσις: [ῠ], εως, ἡ, (μύω) τὸ κλείειν τὰ χείλη, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἐκκλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ νὰ εἶναί τις κεκλεισμένος, ἔμφραξις, ἐπὶ τῶν πόρων, τῶν ἐντοσθίων, κτλ. Ἰατρ.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μύσις, -εως μύω
το αποτέλεσμα του μύω, η σύγκλειση τών βλεφάρων ή τών χειλιών ή άλλου ανοίγματος του σώματος
νεοελλ.
η διαρκής στένωση της κόρης τών οφθαλμών
μσν.
στενότητα νου, σκέψης.
(II)
η
ζωολ. γένος οστρακοδέρμων, τύπος της οικογένειας τών μυσιδακωδών.