πολύπτωτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyptotos | |Transliteration C=polyptotos | ||
|Beta Code=polu/ptwtos | |Beta Code=polu/ptwtos | ||
|Definition=ον, (πτῶσις) <span class="sense"> | |Definition=ον, (πτῶσις) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with]] or [[in many cases]], [[σχῆμα]], a rhetorical figure, [[employment of the same word in various cases]], <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.12</span>, <span class="bibl">Eust.349.39</span>; σχηματισμός <span class="bibl">Id.105.26</span>; <b class="b3">τὸ π</b>. alone, Quint.<span class="title">Inst.</span>9.3.37, Longin.23.1 (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, (πτῶσις) A with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1
Greek (Liddell-Scott)
πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δί-πτωτος].
Russian (Dvoretsky)
πολύπτωτος: грам. многопадежный.