συρμαΐζω: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrmaizo | |Transliteration C=syrmaizo | ||
|Beta Code=surmai/+zw | |Beta Code=surmai/+zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[take an emetic]] or [[purge]], of the Egyptians, συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι <span class="bibl">Hdt.2.77</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>5.46</span>, Ps.-Diocl. ap. <span class="bibl">Paul.Aeg.1.100</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:05, 31 December 2020
English (LSJ)
A take an emetic or purge, of the Egyptians, συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι Hdt.2.77, cf. Ael.NA5.46, Ps.-Diocl. ap. Paul.Aeg.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
συρμαΐζω: ποιοῦμαι χρῆσιν ἐμετικοῦ ἢ καθαρσίου, ἐπὶ τῶν Αἰγυπτίων, συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμετοῖσι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι Ἡρόδ. 2. 77, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 46.
French (Bailly abrégé)
prendre un purgatif, se purger.
Étymologie: συρμαία.
Greek Monolingual
Α συρμαία
(για τους Αιγυπτίους) παίρνω συρμαία ως καθαρτικό φάρμακο («συρμαΐζουσι τρεῑς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
συρμαΐζω: μέλ. -σω, κάνω χρήση εμετικού ή καθαρτικού φαρμάκου, λέγεται για τους Αιγυπτίους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
συρμαΐζω: принимать слабительное Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρμαΐζω [συρμαία] rammenas als braakmiddel gebruiken.