φαντασιοκόπος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fantasiokopos
|Transliteration C=fantasiokopos
|Beta Code=fantasioko/pos
|Beta Code=fantasioko/pos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[conceiving vain fancies]] or [[hopes]], EM673.46, <span class="bibl">Eust.1700.53</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[conceiving vain fancies]] or [[hopes]], EM673.46, <span class="bibl">Eust.1700.53</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:55, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαντᾰσιοκόπος Medium diacritics: φαντασιοκόπος Low diacritics: φαντασιοκόπος Capitals: ΦΑΝΤΑΣΙΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: phantasiokópos Transliteration B: phantasiokopos Transliteration C: fantasiokopos Beta Code: fantasioko/pos

English (LSJ)

ον, A conceiving vain fancies or hopes, EM673.46, Eust.1700.53.

German (Pape)

[Seite 1254] sich eitle, leere Vorstellungen, Hoffnungen machend, sich damit beschäftigend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

φαντᾰσιοκόπος: -ον, ὁ συλλαμβάνων ματαίας ἐλπίδας, μάταια φανταζόμενος καὶ ἀδύνατα, Εὐστ, 1700. 53, Ἐκκλ. ― φαντασιοκοπία, ἡ, Λέοντ. Αὐτ. Βίος Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ, 281, 42.

Greek Monolingual

-ο / φαντασιοκόπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πλάθει με την φαντασία του πράγματα ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα, αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, φαντασιόπληκτος
αρχ.
1. απατεώνας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαντασιοκόπον
ταχυδακτυλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος.