φιλόβιβλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filovivlos
|Transliteration C=filovivlos
|Beta Code=filo/biblos
|Beta Code=filo/biblos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fond of books]], <span class="bibl">Str.13.1.54</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fond of books]], <span class="bibl">Str.13.1.54</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:10, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόβιβλος Medium diacritics: φιλόβιβλος Low diacritics: φιλόβιβλος Capitals: ΦΙΛΟΒΙΒΛΟΣ
Transliteration A: philóbiblos Transliteration B: philobiblos Transliteration C: filovivlos Beta Code: filo/biblos

English (LSJ)

ον, A fond of books, Str.13.1.54.

German (Pape)

[Seite 1278] Bücher liebend, Bücherfreund, Strab. XIII.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόβιβλος: -ον, φίλος τῶν βιβλίων, Στράβ. 609, Εὐστ. Πονημάτ. 249. 80.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον
μεγάλη αγάπη για τα βιβλία
αρχ.
1. αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος
2. αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία
3. αυτός που του αρέσει η ανάγνωση της Βίβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + βίβλος (πρβλ. πολύ-βιβλος)].