ἀμείωτος: Difference between revisions
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ameiotos | |Transliteration C=ameiotos | ||
|Beta Code=a)mei/wtos | |Beta Code=a)mei/wtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be diminished]], σιτωνία <span class="bibl">Ph.2.66</span>; [[incapable of diminution]], ἀναυξὲς καὶ ἀ. <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cael.</span>109.22</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Olymp. <span class="title">in Alc.</span>p.111C.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A not to be diminished, σιτωνία Ph.2.66; incapable of diminution, ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp. in Cael.109.22. Adv. -τως Olymp. in Alc.p.111C.
German (Pape)
[Seite 121] unverringert, ganz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείωτος: -ον, ὁ μὴ μειούμενος ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μειώσῃ. Βασιλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοϊασσ. 1. 87. - Ἐπίρρ. -τως Ὀλυμπιόδ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no disminuido, íntegro σιτωνία Ph.2.66, πρόσοδος IEphesos 38.10 (V a.C.).
2 que no disminuye ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp.in Cael.109.22.
II adv. -ως sin disminuir, sin pérdida de su integridad Olymp.in Alc.111.11, 12, POxy.1896.21, PMasp.151.97 (VI a.C.), 312.86 (VI a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμείωτος, -ον) μειώνω
αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος
νεοελλ.
1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος
2. (με ποιοτική σημασία) εντατικός, αδιάπτωτος.