ἐπιβατικός: Difference between revisions
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivatikos | |Transliteration C=epivatikos | ||
|Beta Code=e)pibatiko/s | |Beta Code=e)pibatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for the]] <b class="b3">ἐπιβάται, ἡ ἐ. χρεία</b> [[their]] service, <span class="bibl">Plb.3.95.5</span>; <b class="b3">τὸ ἐ</b>. [[the complement of]] [[ἐπιβάται]] on board ship, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1327b9</span>, <span class="bibl">Plb.1.47.9</span> (pl.) (but also, [[payment for the]] [[ἐ]]., <span class="title">IG</span>12.127.20, 37, cf.35). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. <b class="b3">ἐπιβατικά, τά</b>, = [[παρενθήκη]] 11, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>357.45</span>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 1 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, A of or for the ἐπιβάται, ἡ ἐ. χρεία their service, Plb.3.95.5; τὸ ἐ. the complement of ἐπιβάται on board ship, Arist.Pol.1327b9, Plb.1.47.9 (pl.) (but also, payment for the ἐ., IG12.127.20, 37, cf.35). II. ἐπιβατικά, τά, = παρενθήκη 11, EM357.45, Hsch.
German (Pape)
[Seite 929] ή, όν, zum ἐπιβάτης gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft, Arist. pol. 7, 6; χρεία Pol. 1, 47, 9, öfter. Bei B. A. 97, 19 wird τὰ ἐπιβατικά das genannt, ἃ οἱ ναυτικοὶ παρενθήκας λέγουσιν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἐπιβάτην, δηλ. τὸν μαχόμενον ἐκ τοῦ πλοίου στρατιώτην, καὶ λαβὼν ἐκ τοῦ στρατεύματος τοὺς ἐπιτηδειοτάτους ἄνδρας πρὸς τὴν ἐπιβατικὴν χρείαν, ὅπως χρησιμεύσωσιν ὡς μαχηταὶ ἐπιβάται, Πολύβ. 3, 95, 5:- τὸ ἐπιβατικόν, οἱ θαλασσινοί, οἱ ναῦται, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 8, Πολύβ. 1. 47, 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιβατικός, -ή, -όν) επιβάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό
μέσο μεταφοράς επιβατών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν
1. οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου
2. ο μισθός τών ναυτών
3. στον πληθ. τὰ ἐπιβατικά
μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το κυρίως φορτίο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβᾰτικός: судовой, корабельный: ἡ ἐπιβατικὴ χρεία Polyb. служба в морской пехоте.