θυσιαστήριος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thysiastirios | |Transliteration C=thysiastirios | ||
|Beta Code=qusiasth/rios | |Beta Code=qusiasth/rios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sacrificial]], | |Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sacrificial]], ([[ὕμνος]]) <span class="bibl">Timae.154</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:35, 10 January 2021
English (LSJ)
α, ον, A sacrificial, (ὕμνος) Timae.154.
Greek (Liddell-Scott)
θῠσιαστήριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς θυσίαν, ὕμνος Τίμαιος παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Πίνδ. σ. 312, ἔκδ. Boeckh.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les sacrifices.
Étymologie: θυσιάζω.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ θυσιαστήριος, -ία, -ον) θυσιάζω
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμός
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
η Αγία Τράπεζα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσιαστήριος ὕμνος»).