τμήγας: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τμήγας''': παρ’ Ἡσυχ., = [[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - [[ὅπερ]] ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, [[αὖλαξ]].
|lstext='''τμήγας''': παρ’ Ἡσυχ., = [[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· ([[ἀρότης]]), βούτμημα, - [[ὅπερ]] ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, [[αὖλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τμήγω]] «[[τέμνω]], [[σχίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ας</i>].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τμήγω]] «[[τέμνω]], [[σχίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ας</i>].
}}
}}

Revision as of 10:50, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμήγας Medium diacritics: τμήγας Low diacritics: τμήγας Capitals: ΤΜΗΓΑΣ
Transliteration A: tmḗgas Transliteration B: tmēgas Transliteration C: tmigas Beta Code: tmh/gas

English (LSJ)

γατόμος, ἀροτήρ, Hsch. τμῆγος· ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e. A furrow, Id.

Greek (Liddell-Scott)

τμήγας: παρ’ Ἡσυχ., = γατόμος, ἀροτήρ. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· (ἀρότης), βούτμημα, - ὅπερ ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, αὖλαξ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. -ας].