Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμφίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίκαρπος]], -ον) [[[καρπός]]]<br />λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών [[είτε]] ως [[προς]] τη [[μορφή]] ή ως [[προς]] την [[εποχή]] ωριμάσεώς τους<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για το [[φυτό]] που βγάζει καρπούς και [[επάνω]] και [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].<br />ο <b>Βοτ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Χεδρωπών με [[λίγα]] είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα [[σύνθετα]] τρίφυλλα και [[άνθη]] [[λευκά]] ή πορφυρόχρωμα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίκαρπος]], -ον) ([[καρπός]])<br />λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών [[είτε]] ως [[προς]] τη [[μορφή]] ή ως [[προς]] την [[εποχή]] ωριμάσεώς τους<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για το [[φυτό]] που βγάζει καρπούς και [[επάνω]] και [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].<br />ο <b>Βοτ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Χεδρωπών με [[λίγα]] είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα [[σύνθετα]] τρίφυλλα και [[άνθη]] [[λευκά]] ή πορφυρόχρωμα.
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 12 January 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίκαρπος, -ον) (καρπός)
λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών είτε ως προς τη μορφή ή ως προς την εποχή ωριμάσεώς τους
αρχ.
λέγεται για το φυτό που βγάζει καρπούς και επάνω και κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + καρπός].
ο Βοτ.
γένος φυτών της οικογένειας τών Χεδρωπών με λίγα είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα σύνθετα τρίφυλλα και άνθη λευκά ή πορφυρόχρωμα.