διορθωτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diorthotir | |Transliteration C=diorthotir | ||
|Beta Code=diorqwth/r | |Beta Code=diorqwth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, = | |Definition=ῆρος, ὁ, = [[διορθωτής]] ([[corrector]], [[editor]], [[reviser]], [[reformer]]), IG 9(1).694.138 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:21, 18 January 2021
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = διορθωτής (corrector, editor, reviser, reformer), IG 9(1).694.138 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 38.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
corrector magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes τὼ δὲ πόλιε διορ[θω] τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶς IPArk.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.), ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ ἀργύριον χειρίζεσθαι IG 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. διορθωτής II 1.
Greek Monolingual
ο (Α διορθωτήρ) διορθώ
νεοελλ.
όργανο για τη διόρθωση της βολής τών ναυτικών πυροβόλων
αρχ.
ο διορθωτής.