ταὐτολογία: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(40) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taftologia | |Transliteration C=taftologia | ||
|Beta Code=tau)tologi/a | |Beta Code=tau)tologi/a | ||
|Definition=ἡ, = | |Definition=ἡ, = [[ταὐτολόγημα]] ([[tautology]]), DH. Comp. 23, Ph. 1.529, Quint. ''Inst.'' 8.3.50 ; pl. in Plu. 2.504d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:15, 28 January 2021
English (LSJ)
ἡ, = ταὐτολόγημα (tautology), DH. Comp. 23, Ph. 1.529, Quint. Inst. 8.3.50 ; pl. in Plu. 2.504d.
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτολογία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ταυτολογεῖν, λέγειν τὰ αὐτά, Διον. π. Συνθ. 23, Φίλων Ι, 529, 45, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
redite, tautologie.
Étymologie: ταὐτολόγος.
Greek Monolingual
η / ταὐτολογία, ΝΜΑ ταὐτολόγος
το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα
νεοελλ.
1. (λογ.) πρόταση της οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει
2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο πλαίσιο ενός τυπικού συστήματος, είναι αληθής όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. εάν xείναι κόκκινο, τότε το xείναι έγχρωμο.