παραπληκτικός: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parapliktikos | |Transliteration C=parapliktikos | ||
|Beta Code=paraplhktiko/s | |Beta Code=paraplhktiko/s | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[παραπληγικός]], ή, όν, [[suffer]]ing from [[hemiplegia]], παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους Hp. ''Aër.'' 3 ; τὰ [[παραπληγικά]] Id. ''Epid.'' 1.12 ; π. τρόπον ''ib.'' 26. ιγʹ. Adv. [[παραπληγικῶς]] Id. ''Coac.'' 60. = [[παράπληκτος]], Antioch.Astr. in ''Cat.Cod.Astr.'' 7.112. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παραπληκτικός -ή -όν [παράπληκτος] halfzijdig verlamd. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:16, 28 January 2021
English (LSJ)
Ion. παραπληγικός, ή, όν, suffering from hemiplegia, παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους Hp. Aër. 3 ; τὰ παραπληγικά Id. Epid. 1.12 ; π. τρόπον ib. 26. ιγʹ. Adv. παραπληγικῶς Id. Coac. 60. = παράπληκτος, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 7.112.
German (Pape)
[Seite 494] ή, όν, an einer Seite, an einem Theile des Leibes vom Schlage gerührt und gelähmt, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
παραπληκτικός: Ἰων. -πληγικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παραπληγίαν ἢ ὅμοιος αὐτῆ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· τὰ παραπληκτικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 948· π. τρόπον αὐτόθι 990· ὁ πάσχων ἐκ παραπληγίας, «παραπληκτικοὶ οἷς μόνα τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερὰ αἱ παρέσεις γίνονται, Συγγραφ. Ὅρων Ἰατρ. σ. 397, 40, ἔκδ. Bas. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 125D, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραπληκτικός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. παραπληγικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπληκτικός -ή -όν [παράπληκτος] halfzijdig verlamd.