λεωκόνητος: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(23) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λεωκόνητος | |||
|Medium diacritics=λεωκόνητος | |||
|Low diacritics=λεωκόνητος | |||
|Capitals=ΛΕΩΚΟΝΗΤΟΣ | |||
|Transliteration A=leōkónētos | |||
|Transliteration B=leōkonētos | |||
|Transliteration C=leokonitos | |||
|Beta Code=lewko/nhtos | |||
|Definition=v. [[λέως]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεωκόνητος]] και λεωκόνιτος, ὁ (Α)<br />ο εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεωκόνητος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]], με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λέως]] «εντελώς, [[τελείως]]» <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κον</i>- (του [[καίνω]] «[[σκοτώνω]]», <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κον</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>κόνητος</i>, ο δε τ. <i>λεωκόνιτος</i> με πιθ. [[επίδραση]] του [[κονίω]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] «[[σκόνη]]»]. | |mltxt=[[λεωκόνητος]] και λεωκόνιτος, ὁ (Α)<br />ο εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεωκόνητος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]], με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λέως]] «εντελώς, [[τελείως]]» <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κον</i>- (του [[καίνω]] «[[σκοτώνω]]», <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κον</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>κόνητος</i>, ο δε τ. <i>λεωκόνιτος</i> με πιθ. [[επίδραση]] του [[κονίω]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] «[[σκόνη]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 31 January 2021
English (LSJ)
v. λέως.
Greek Monolingual
λεωκόνητος και λεωκόνιτος, ὁ (Α)
ο εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση του επιρρ. λέως «εντελώς, τελείως» + θ. κον- (του καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α), πρβλ. τρι-κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση του κονίω < κόνις «σκόνη»].