εὐπλόκαμος: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(1ab) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=εὐπλόκαμος | |||
|Medium diacritics=εὐπλόκαμος | |||
|Low diacritics=ευπλόκαμος | |||
|Capitals=ΕΥΠΛΟΚΑΜΟΣ | |||
|Transliteration A=euplókamos | |||
|Transliteration B=euplokamos | |||
|Transliteration C=efplokamos | |||
|Beta Code=eu)plo/kamos | |||
|Definition=Epic [[ἐϋπλόκαμος]], ον, [[with goodly locks]], [[fair-haired]], epith. of goddesses and women, in Hom., etc., esp. of Eos and Artemis, ''Od.'' 5.390, 20.80, cf. B. 3.34, etc.; later also of boys and men, Mosch. 1.12, Orph. ''L.'' 439; εὐ. [[κόμαι]] [[goodly]] tresses, E. ''IA'' 790 (lyr.); ''metaph'', [[ἐϋπλοκάμου]] [[πολιῆς]] [[ἁλός]] Archil. 11, cf. Opp. ''C.'' 2.131; of the tentacles of polypi, ''ib.'' 3.182. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπλόκᾰμος''': Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182. | |lstext='''εὐπλόκᾰμος''': Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182. |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
Epic ἐϋπλόκαμος, ον, with goodly locks, fair-haired, epith. of goddesses and women, in Hom., etc., esp. of Eos and Artemis, Od. 5.390, 20.80, cf. B. 3.34, etc.; later also of boys and men, Mosch. 1.12, Orph. L. 439; εὐ. κόμαι goodly tresses, E. IA 790 (lyr.); metaph, ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλός Archil. 11, cf. Opp. C. 2.131; of the tentacles of polypi, ib. 3.182.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπλόκᾰμος: Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋπλόκαμος;
ος, ον :
aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.
Étymologie: εὖ, πλόκαμος.
Spanish
Greek Monotonic
εὐπλόκᾰμος: Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· εὐπλ. κόμαι, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπλόκᾰμος: эп. ἐϋπλόκαμος 2
1) с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);
2) красиво заплетенный (κόμαι Eur.).
Middle Liddell
with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.