ᾖσαν: Difference between revisions
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(2b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ᾖσαν | |||
|Medium diacritics=ᾖσαν | |||
|Low diacritics=ήσαν | |||
|Capitals=ΗΣΑΝ | |||
|Transliteration A=ē̂isan | |||
|Transliteration B=ēsan | |||
|Transliteration C=isan | |||
|Beta Code=h)=|san | |||
|Definition=''Attic'' for [[ᾔδεσαν]], ''3 pl. plpf.'' (used as ''impf.'') of [[οἶδα]].<br><b class="num">II.</b> ''Attic'' for [[ἤϊσαν]], ''3 pl. impf.'' of [[εἶμι]] ([[ibo]]). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ᾖσαν''': Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ [[οἶδα]], Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ [[ἤισαν]], γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπῇσαν]] Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605. | |lstext='''ᾖσαν''': Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ [[οἶδα]], Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ [[ἤισαν]], γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπῇσαν]] Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605. | ||
Line 6: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ᾖσαν:'''<b class="num">I.</b> Αττ. αντί [[ᾔδεσαν]], | |lsmtext='''ᾖσαν:'''<b class="num">I.</b> Αττ. αντί [[ᾔδεσαν]], γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]].<br /><b class="num">II.</b> αντί [[ἤϊσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ᾖσαν:''' <b class="num">II</b> 3 л. pl. aor. к [[ᾄδω]].<br /><b class="num">III</b> 3 л. pl. ppf. к *[[εἴδω]]. | |elrutext='''ᾖσαν:''' <b class="num">II</b> 3 л. pl. aor. к [[ᾄδω]].<br /><b class="num">III</b> 3 л. pl. ppf. к *[[εἴδω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
Attic for ᾔδεσαν, 3 pl. plpf. (used as impf.) of οἶδα.
II. Attic for ἤϊσαν, 3 pl. impf. of εἶμι (ibo).
Greek (Liddell-Scott)
ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.
Greek Monotonic
ᾖσαν:I. Αττ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.
II. αντί ἤϊσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).