ἰσθμιάζω: Difference between revisions
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(18) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἰσθμιάζω | |||
|Medium diacritics=ἰσθμιάζω | |||
|Low diacritics=ισθμιάζω | |||
|Capitals=ΙΣΘΜΙΑΖΩ | |||
|Transliteration A=isthmiázō | |||
|Transliteration B=isthmiazō | |||
|Transliteration C=isthmiazo | |||
|Beta Code=i)sqmia/zw | |||
|Definition=[[attend the Isthmian games; ]]''prov.'', to be unhealthy</b>, Suid., Hsch.<br><b class="num"></b>([[ἰσθμός]] 1) [[drink]], Phot. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς [[ἐπίνοσος]] war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von [[ἰσθμός]], also durch die Gurgel jagen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς [[ἐπίνοσος]] war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von [[ἰσθμός]], also durch die Gurgel jagen. |
Revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
attend the Isthmian games; prov., to be unhealthy, Suid., Hsch.
(ἰσθμός 1) drink, Phot.
German (Pape)
[Seite 1263] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς ἐπίνοσος war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von ἰσθμός, also durch die Gurgel jagen.
Greek Monolingual
ἰσθμιάζω (Α)
1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες
2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει
καταπίνεται
ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.)
3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων
ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός» — χρησιμοποιούσαν δηλ. το ρ. παροιμιωδώς με τη σημασία του είμαι άρρωστος, ασθενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια. Η λ. απαντά μόνο στον Ησύχιο και στο λεξικό Σούδα. Το ρ. με τη σημ. με την οποία απαντά στον Φώτιο προέρχεται από το ουσ. ἰσθμός με σημ. «λαιμός»].