καινογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(18) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=καινογράφος | |||
|Medium diacritics=καινογράφος | |||
|Low diacritics=καινογράφος | |||
|Capitals=ΚΑΙΝΟΓΡΑΦΟΣ | |||
|Transliteration A=kainográphos | |||
|Transliteration B=kainographos | |||
|Transliteration C=kainografos | |||
|Beta Code=kainogra/fos | |||
|Definition=ὁ, [[composer in a new style]], prob. in Anon. ''Metr. Oxy.'' 220vi3. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καινογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πεζο</i>-[[γράφος]], <i>χρονικο</i>-[[γράφος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καινόγραφος]])]. | |mltxt=[[καινογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πεζο</i>-[[γράφος]], <i>χρονικο</i>-[[γράφος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καινόγραφος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, composer in a new style, prob. in Anon. Metr. Oxy. 220vi3.
Greek Monolingual
καινογράφος, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζο-γράφος, χρονικο-γράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)].