καινόγραφος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόγρᾰφος Medium diacritics: καινόγραφος Low diacritics: καινόγραφος Capitals: ΚΑΙΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kainógraphos Transliteration B: kainographos Transliteration C: kainografos Beta Code: kaino/grafos

English (LSJ)

καινόγραφον,
A written in a new style, σύνθεσις prob. for -γραφής in Philic. ap. Heph.9.4.
II parox., καινογράφος, ὁ, composer in a new style, prob. in Anon.Metr.Oxy.220vi3.

Greek Monolingual

καινόγραφος, -ον (Α)
πιθ. γρφ. αντί καινογραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γραφος (< γράφω), πρβλ. άγραφος, νεόγραφος].