μεγαλόσχημος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(24) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μεγαλόσχημος | |||
|Medium diacritics=μεγαλόσχημος | |||
|Low diacritics=μεγαλόσχημος | |||
|Capitals=ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΣ | |||
|Transliteration A=megalóschēmos | |||
|Transliteration B=megaloschēmos | |||
|Transliteration C=megaloschimos | |||
|Beta Code=megalo/sxhmos | |||
|Definition=ον, [[bulky]], of [[particle]]s, Thphr. ''CP'' 6.1.6. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr. |
Revision as of 11:02, 31 January 2021
English (LSJ)
ον, bulky, of particles, Thphr. CP 6.1.6.
German (Pape)
[Seite 107] von großer Gestalt, Theophr.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].