μεγαλόσχημος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(24)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεγαλόσχημος
|Medium diacritics=μεγαλόσχημος
|Low diacritics=μεγαλόσχημος
|Capitals=ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΣ
|Transliteration A=megalóschēmos
|Transliteration B=megaloschēmos
|Transliteration C=megaloschimos
|Beta Code=megalo/sxhmos
|Definition=ον, [[bulky]], of [[particle]]s, Thphr. ''CP'' 6.1.6.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr.

Revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαλόσχημος Medium diacritics: μεγαλόσχημος Low diacritics: μεγαλόσχημος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΣ
Transliteration A: megalóschēmos Transliteration B: megaloschēmos Transliteration C: megaloschimos Beta Code: megalo/sxhmos

English (LSJ)

ον, bulky, of particles, Thphr. CP 6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] von großer Gestalt, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].