σκέραφος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(13_2)
 
m (LSJ2 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σκέραφος
|Medium diacritics=σκέραφος
|Low diacritics=σκέραφος
|Capitals=ΣΚΕΡΑΦΟΣ
|Transliteration A=skéraphos
|Transliteration B=skeraphos
|Transliteration C=skerafos
|Beta Code=ske/rafos
|Definition=and [[σχέραφος]], = [[λοιδορία]], [[βλασφημία]], Hsch.; cf. [[κέραφος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0893.png Seite 893]] τό, att. [[σχέραφος]], auch [[κέραφος]], Hesych., kommt nur bei Gramm. vor, die es [[λοιδορία]], [[βλασφημία]] erklären. Man vergleiche [[σκέρβολος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0893.png Seite 893]] τό, att. [[σχέραφος]], auch [[κέραφος]], Hesych., kommt nur bei Gramm. vor, die es [[λοιδορία]], [[βλασφημία]] erklären. Man vergleiche [[σκέρβολος]].
}}
{{ls
|lstext='''σκέρᾰφος''': ἢ [[σχέραφος]], τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[λοιδορία]], [[κακολογία]], [[βλασφημία]]», κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σχέραφος]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[βλασφημία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]] «[[σκώπτω]]» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. [[επίθημα]] -<i>α</i>-<i>φος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κρότ</i>-<i>α</i>-<i>φος</i>. Παρλλ. απαντά και τ. [[κέραφος]] [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[σκερβόλλω]])].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[σκερβόλλω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέραφος Medium diacritics: σκέραφος Low diacritics: σκέραφος Capitals: ΣΚΕΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skéraphos Transliteration B: skeraphos Transliteration C: skerafos Beta Code: ske/rafos

English (LSJ)

and σχέραφος, = λοιδορία, βλασφημία, Hsch.; cf. κέραφος.

German (Pape)

[Seite 893] τό, att. σχέραφος, auch κέραφος, Hesych., kommt nur bei Gramm. vor, die es λοιδορία, βλασφημία erklären. Man vergleiche σκέρβολος.

Greek (Liddell-Scott)

σκέρᾰφος: ἢ σχέραφος, τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., ὅστις ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «λοιδορία, κακολογία, βλασφημία», κτλ.

Greek Monolingual

και σχέραφος Α
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα -α-φος, πρβλ. κρότ-α-φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ- (βλ. και λ. σκερβόλλω)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκερβόλλω