ψιλόκερως: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(47c)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ψιλόκερως
|Medium diacritics=ψιλόκερως
|Low diacritics=ψιλόκερως
|Capitals=ΨΙΛΟΚΕΡΩΣ
|Transliteration A=psilókerōs
|Transliteration B=psilokerōs
|Transliteration C=psilokeros
|Beta Code=yilo/kerws
|Definition=ων, [[deprived of its horn]], Tz. ''H.'' 5.412.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῑλόκερως''': -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ [[κέρας]] τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.
|lstext='''ψῑλόκερως''': -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ [[κέρας]] τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.

Revision as of 11:03, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλόκερως Medium diacritics: ψιλόκερως Low diacritics: ψιλόκερως Capitals: ΨΙΛΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: psilókerōs Transliteration B: psilokerōs Transliteration C: psilokeros Beta Code: yilo/kerws

English (LSJ)

ων, deprived of its horn, Tz. H. 5.412.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλόκερως: -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ κέρας τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.

Greek Monolingual

-ων, Μ
αυτός που του έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ κέρας τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -κερως (< κέρας), πρβλ. ὀρθό-κερως].