ψιλόκερως
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ων, deprived of its horn, Tz. H. 5.412.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλόκερως: -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ κέρας τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.
Greek Monolingual
-ων, Μ
αυτός που του έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ κέρας τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -κερως (< κέρας), πρβλ. ὀρθόκερως].