μαζηρός: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(23) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μαζηρός | |||
|Medium diacritics=μαζηρός | |||
|Low diacritics=μαζηρός | |||
|Capitals=ΜΑΖΗΡΟΣ | |||
|Transliteration A=mazērós | |||
|Transliteration B=mazēros | |||
|Transliteration C=maziros | |||
|Beta Code=mazhro/s | |||
|Definition=[[πίναξ]], trencher [[for barley-cakes]], Poll. 10.84. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαζηρός]], -όν (Α) [[μᾱζα]]<br /><b>φρ.</b> «[[μαζηρὸς]] [[πίναξ]]» — [[πινάκιο]] για το [[σερβίρισμα]] τών κομματιών της κρίθινης μάζας. | |mltxt=[[μαζηρός]], -όν (Α) [[μᾱζα]]<br /><b>φρ.</b> «[[μαζηρὸς]] [[πίναξ]]» — [[πινάκιο]] για το [[σερβίρισμα]] τών κομματιών της κρίθινης μάζας. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 31 January 2021
English (LSJ)
πίναξ, trencher for barley-cakes, Poll. 10.84.
Greek Monolingual
μαζηρός, -όν (Α) μᾱζα
φρ. «μαζηρὸς πίναξ» — πινάκιο για το σερβίρισμα τών κομματιών της κρίθινης μάζας.