θάτερος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(16)
 
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θάτερος
|Medium diacritics=θάτερος
|Low diacritics=θάτερος
|Capitals=ΘΑΤΕΡΟΣ
|Transliteration A=tháteros
|Transliteration B=thateros
|Transliteration C=thateros
|Beta Code=qa/teros
|Definition=[[θατέρα]], Later masc. and fem. for [[ἕτερος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάτερος]], -έρα, -ον (AM)<br />[[έτερος]], ο [[ένας]] από τους δύο, ο [[άλλος]] («δυοῖν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θατέρως]] (Α)<br /><b>1.</b> με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> εξάλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη [[φράση]] <i>το άτερον</i> με [[κράση]] (&GT; τ. <i>άτερον</i> &GT; [[θάτερον]]) με τον αρχικό τ. [[άτερος]] της αντ. [[έτερος]]].
|mltxt=[[θάτερος]], -έρα, -ον (AM)<br />[[έτερος]], ο [[ένας]] από τους δύο, ο [[άλλος]] («δυοῖν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θατέρως]] (Α)<br /><b>1.</b> με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> εξάλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη [[φράση]] <i>το άτερον</i> με [[κράση]] (> τ. <i>άτερον</i> > [[θάτερον]]) με τον αρχικό τ. [[άτερος]] της αντ. [[έτερος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάτερος Medium diacritics: θάτερος Low diacritics: θάτερος Capitals: ΘΑΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tháteros Transliteration B: thateros Transliteration C: thateros Beta Code: qa/teros

English (LSJ)

θατέρα, Later masc. and fem. for ἕτερος.

Greek Monolingual

θάτερος, -έρα, -ον (AM)
έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» — το ένα από τα δύο).
επίρρ...
θατέρως (Α)
1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
2. εξάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ. άτερος της αντ. έτερος].