πολύρρους: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
(33)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πολύρρους
|Medium diacritics=πολύρρους
|Low diacritics=πολύρρους
|Capitals=ΠΟΛΥΡΡΟΥΣ
|Transliteration A=polýrrous
|Transliteration B=polyrrous
|Transliteration C=polyrrous
|Beta Code=polu/rrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[πολύρροος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ους, και -οος, -οον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ρέει με [[αφθονία]], που έχει πλούσια ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροος</i> / -<i>ρροῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>ρρους</i>].
|mltxt=-ους, και -οος, -οον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ρέει με [[αφθονία]], που έχει πλούσια ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροος</i> / -<i>ρροῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>ρρους</i>].
}}
}}

Revision as of 11:06, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρρους Medium diacritics: πολύρρους Low diacritics: πολύρρους Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΥΣ
Transliteration A: polýrrous Transliteration B: polyrrous Transliteration C: polyrrous Beta Code: polu/rrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύρροος.

Greek Monolingual

-ους, και -οος, -οον, ΜΑ
μσν.
μτφ. (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που ρέει με αφθονία, που έχει πλούσια ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρροος / -ρροῦς (< ῥέω), πρβλ. βαθύ-ρρους].