σύμπνους: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
(1b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σύμπνους | |||
|Medium diacritics=σύμπνους | |||
|Low diacritics=σύμπνους | |||
|Capitals=ΣΥΜΠΝΟΥΣ | |||
|Transliteration A=sýmpnous | |||
|Transliteration B=sympnous | |||
|Transliteration C=sympnous | |||
|Beta Code=su/mpnous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[σύμπνοος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύμπνοος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύμπνοος]]. |
Revision as of 11:07, 31 January 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for σύμπνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Middle Liddell
σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.