σύμπνους: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(1b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σύμπνους | |||
|Medium diacritics=σύμπνους | |||
|Low diacritics=σύμπνους | |||
|Capitals=ΣΥΜΠΝΟΥΣ | |||
|Transliteration A=sýmpnous | |||
|Transliteration B=sympnous | |||
|Transliteration C=sympnous | |||
|Beta Code=su/mpnous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[σύμπνοος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύμπνοος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύμπνοος]]. |
Revision as of 11:07, 31 January 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for σύμπνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Middle Liddell
σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.