μυόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(26)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μυόχρους
|Medium diacritics=μυόχρους
|Low diacritics=μυόχρους
|Capitals=ΜΥΟΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=myóchrous
|Transliteration B=myochrous
|Transliteration C=myochrous
|Beta Code=muo/xrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[μυόχροος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] ποντικού, τεφρόχρωμος, [[σταχτής]], ποντικόχρωμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[χρόος]] / <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ροδό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=[[μυόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] ποντικού, τεφρόχρωμος, [[σταχτής]], ποντικόχρωμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[χρόος]] / <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ροδό</i>-<i>χρους</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:07, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυόχρους Medium diacritics: μυόχρους Low diacritics: μυόχρους Capitals: ΜΥΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: myóchrous Transliteration B: myochrous Transliteration C: myochrous Beta Code: muo/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μυόχροος.

Greek Monolingual

μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό-χρους)].