στηλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stiloeidis | |Transliteration C=stiloeidis | ||
|Beta Code=sthloeidh/s | |Beta Code=sthloeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v.l. for [[στυλ-]].</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[varia lectio|v.l.]] for [[στυλ-]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:05, 1 February 2021
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
στηλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στήλην, ἔχων σχῆμα στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με στήλη
2. φρ. «στηλοειδής κατάτμηση»
(πετρογρ.) δομή που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος κατά μήκος επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η κλίση τών οποίων άλλαξε μετά την έκχυση τους
αρχ.
στυλοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -ειδής].