ἀμετάτρεπτος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ametatreptos | |Transliteration C=ametatreptos | ||
|Beta Code=a)meta/treptos | |Beta Code=a)meta/treptos | ||
|Definition=ον, = [[ἀμετάστροφος]] ([[not to be turned round]], [[unalterable]]), Plu. ''Thes.'' 17, Iamb. ''Myst.'' 6.6, Herm. ap. Stob. 1.4.7b. Adv. [[ἀμετατρέπτως]], gloss on [[ἀσκελές]], ''Sch. Od.'' 4.543 ; also [[ἀμετατρεπτί]] v.l. in M.Ant 8.5. | |Definition=ον, = [[ἀμετάστροφος]] ([[not to be turned round]], [[unalterable]]), Plu. ''Thes.'' 17, Iamb. ''Myst.'' 6.6, Herm. ap. Stob. 1.4.7b. Adv. [[ἀμετατρέπτως]], gloss on [[ἀσκελές]], ''Sch. Od.'' 4.543 ; also [[ἀμετατρεπτί]] [[varia lectio|v.l.]] in M.Ant 8.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 1 February 2021
English (LSJ)
ον, = ἀμετάστροφος (not to be turned round, unalterable), Plu. Thes. 17, Iamb. Myst. 6.6, Herm. ap. Stob. 1.4.7b. Adv. ἀμετατρέπτως, gloss on ἀσκελές, Sch. Od. 4.543 ; also ἀμετατρεπτί v.l. in M.Ant 8.5.
German (Pape)
[Seite 123] unwandelbar, fest, Plut. Thes. 17, neben ἀμετάπειστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάτρεπτος: -ον, = τῷ προηγ., Πλουτ. Θησ. 17. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable, inaltérable.
Étymologie: ἀ, μετατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inmutable, inconmovible Plu.Thes.17, διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ Iambl.Myst.6.6, οἱ νόμοι Sch.E.Ph.538, δύναμις προνοίας Corp.Herm.Fr.13, τὸ ζητούμενον πρᾶγμα Heph.Astr.3.4.9, γνώμη PMichael.45.11 (VI a.C.), Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης Sch.Pi.O.7.118
•firme ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονος Heph.Astr.Epit.2.2.20.14, 4.116.18, ψυχή A.Io.23.
2 inconvertible ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημα Mac.Aeg.M.34.477C
•subst. τὸ ἀ. obstinación en el error, negativa a la conversión Origenes Comm.Ser.119 in Mt.
II adv. -ως inconmoviblemente glos. a ἀσκελές Sch.Od.4.543.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάτρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία].
Greek Monotonic
ἀμετάτρεπτος: -ον, = το προηγ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάτρεπτος: непоколебимый, непреклонный Plut.