ἀμετάστροφος
English (LSJ)
ἀμετάστροφον, not to be turned round, unalterable, Pl.R. 620e, Lg.960c.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreversible, δύναμις de las Parcas, Pl.Lg.960d, τὰ ἐπικλωσθέντα Pl.R.620e, νήματα Them.Or.32.356b
•subst. τὸ ἀ. lo irreversible Pl.Epin.982b, Cra.407d.
2 adv. -ως sin cambio, inalterablemente τὰ ἄριστα πράξοντας Meth.Res.1.48.
German (Pape)
[Seite 123] nicht umzukehren, unabänderlich, Plat. Rep. X, 620 e; σκληρὸν καὶ ἀμ. Crat. 407 d; Sp. – Comparat., Epin. 982 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne se retourne pas, immuable, inflexible, inaltérable.
Étymologie: ἀ, μεταστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάστροφος: бесповоротный или неизменный, непоколебимый Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάστροφος: -ον, ὁ μὴ μεταστρεφόμενος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, Πλάτ. Πολ. 620Ε. Νόμ. 920C. - Ἐπίρρ. -φως Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάστροφος, -ον) μεταστρέφω
αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταστραφεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος.
Greek Monotonic
ἀμετάστροφος: -ον (μεταστρέφω), αμετάβλητος, αναλλοίωτος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μεταστρέφω
unalterable, Plat., Plut.