ἀμετάστροφος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάστροφος Medium diacritics: ἀμετάστροφος Low diacritics: αμετάστροφος Capitals: ΑΜΕΤΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ametástrophos Transliteration B: ametastrophos Transliteration C: ametastrofos Beta Code: a)meta/strofos

English (LSJ)

ἀμετάστροφον, not to be turned round, unalterable, Pl.R. 620e, Lg.960c.

Spanish (DGE)

-ον
1 irreversible, δύναμις de las Parcas, Pl.Lg.960d, τὰ ἐπικλωσθέντα Pl.R.620e, νήματα Them.Or.32.356b
subst. τὸ ἀ. lo irreversible Pl.Epin.982b, Cra.407d.
2 adv. -ως sin cambio, inalterablemente τὰ ἄριστα πράξοντας Meth.Res.1.48.

German (Pape)

[Seite 123] nicht umzukehren, unabänderlich, Plat. Rep. X, 620 e; σκληρὸν καὶ ἀμ. Crat. 407 d; Sp. – Comparat., Epin. 982 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se retourne pas, immuable, inflexible, inaltérable.
Étymologie: , μεταστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάστροφος: бесповоротный или неизменный, непоколебимый Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάστροφος: -ον, ὁ μὴ μεταστρεφόμενος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, Πλάτ. Πολ. 620Ε. Νόμ. 920C. - Ἐπίρρ. -φως Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάστροφος, -ον) μεταστρέφω
αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταστραφεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος.

Greek Monotonic

ἀμετάστροφος: -ον (μεταστρέφω), αμετάβλητος, αναλλοίωτος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μεταστρέφω
unalterable, Plat., Plut.